- μετοίκιση
- η (ΑΜ μετοίκισις) [μετοικίζω]η μετοίκηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετοικίσῃ — μετοικίσηι , μετοίκισις removal fem dat sg (epic) μετοικίζω lead settlers to another abode aor subj mid 2nd sg μετοικίζω lead settlers to another abode aor subj act 3rd sg μετοικίζω lead settlers to another abode fut ind mid 2nd sg μετοικίζω lead … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίκιση — η (Α ἀνοίκησις) μετοίκιση, η μεταφορά ανθρώπων από τον τόπο της αρχικής διαμονής τους … Dictionary of Greek